Οι 7 πιο γνωστές Παναγίες του Πόντου
Ένα ταξίδι στις Παναγίες των Ποντίων, με φωτογραφίες και την Ιστορία τους. Πατήστε πάνω στα Βέλη να ανοίξει η ιστορία κάθε μία από τις Παναγίες του Πόντου….
Διαβάστε τις όλες!
Η Παναγία τη Λάλογλη στο Καρς (Καύκασο) του Πόντου
Λάλογλη ήταν ελληνικό χωριό στην επαρχία Σαρικαμίς του Καρς (Καύκασος).
Η εκκλησία της Παναγίας της Λάλογλης ήταν ξακουστή σε όλο το Καρς. Βρισκόταν κοντά στο ελληνικό χωριό Λάλογλη.
Οι Έλληνες του Καρς Καυκάσου ή Καρσλήδες εκδιώχτηκαν δύο φόρες από τις πατρογονικές τους εστίες. Αρχικά, ήταν εγκατεστημένοι στην Αργυρούπολη, όπου το 1878, εγκαταλείπουν την αφιλόξενη πλέον περιοχή του Πόντου και εγκαθίστανται στην περιοχή του Καρς. Πριν φύγουν όμως από την Αργυρούπολη πήραν και μια εικόνα της Παναγίας, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα. Εγκαταστάθηκαν στο Κάρς χτίζοντας 74 χωριά. Μεταξύ αυτών, δέσποζε το χωριό Λάλογλη λόγω του περίλαμπρου ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπως ονομάστηκε Παναγία της Λάλογλη, η οποία μεταφέρθηκε ως ατίμητος θησαυρός από τον Πόντο. Η ιστορία όμως επαναλήφθηκε λίγα χρόνια αργότερα.
Από το 1917-1922 οι πρόσφυγες του Καρς για δεύτερη φορά εγκαταλείπουν τα σπίτια τους. Με τα λιγοστά πράγματα που πήραν μαζί τους, μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα ιερά κειμήλια , όπως την εικόνα της Παναγίας της Λάλογλη, τον χρυσοκέντητο επιτάφιο αλλά και ψαλτήρια μέσα σε ένα μπαούλο. Την ευθύνη για τη μεταφορά αυτών των ιερών κειμήλιων στην Ελλάδα είχε ο Παύλος Πετίδης του Ανανία, ένας ευσεβής άνθρωπος, ο οποίος θεώρησε ότι το πολυτιμότερο όλων εκείνων που έπρεπε να πάρουν μαζί τους ήταν η εικόνα της Παναγίας, εικόνα που κοσμεί σήμερα την εκκλησία στο Μεσονήσι Φλώρινας και έχει δώσει το όνομα της στο Ναό.
Τα εγκαίνια του Ναού έγιναν στις 25 Αυγούστου 1974 σ΄ ένα κλίμα κατάνυξης με τη συμμετοχή μεγάλου πλήθους λαϊκών και κληρικών, με Μητροπολίτη Φλώρινας Πρεσπών και Εορδαίας μακαριστό Αυγουστίνο Καντιώτη.
Το κατανυκτικό και πανηγυρικό γεγονός εκείνης της ημέρας, θύμισε σε πολλούς το πανηγύρι που γινόταν στο χωριό Λάλογλη προς τιμή της Παναγίας. Το πανηγύρι ήταν πολύ μεγάλο με τη συμμετοχή πολλών Ελλήνων , Ρώσων και Τούρκων από την περιοχή του Καρς και του Αρταχάν, που μαρτυρίες αναφέρουν πως πολλές φορές ξεπερνούσε το πανηγύρι της Παναγίας Σουμελά. Το πανηγύρι διαρκούσε 15 ημέρες και κατά το οποίο συνέρρεαν στη Λάλογλη πλήθη προσκυνητών, οι οποίοι ασπάζονταν με ευλάβεια την εικόνα της κοιμήσεως της Θεοτόκου, ζητούσαν την προστασία και την σκέπη της Παναγίας και έκαναν διάφορα τάματα. Με την πάροδο του χρόνου η φήμη της θαυματουργού εικόνος συγκέντρωνε ολοένα και περισσότερους προσκυνητές.
Κείμενο: Παρασκευή Κ. Μαυρομμάτη, ιστορικός-φιλόλογος.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Γ. Παυλίδης.
Πηγές: Αρχείο Κωνσταντίνου Γ. Παυλίδη • Γεώργιος Γρηγοριάδης, Οι Πόντιοι του Καυκάσου Περιφέρειας Καρς-Αρδαχάν, χ.ε., Θεσσαλονίκη 1957 • Σάββας Καλεντερίδης, Ανατολικός Πόντος, εκδ. Ινφογνώμων, Αθήνα 2006 • Στυλιανός Μαυρογένης, Το Κυβερνείον Καρς του Αντικαυκάσου (Κάρσκαγια Όμπλαστ), χ.ε., Θεσσαλονικη 1963 • Παρασκευή Κ. Μαυρομμάτη, «Παναγία Λάλογλη», ομιλία εκδήλωσης για τον Δεκαπενταύγουστο, Μεσονήσι 15/8/2013.
Η Παναγία της Γαράσαρης
Στις 8 Ιανουαρίου του 454, γεννήθηκε στη Νικόπολη από πλούσια οικογένεια ευγενών, ο Ιωάννης ο Ησυχαστής. Σε ηλικία 18 ετών έχασε τους γονείς του Εγκράτιο και Ευφημία, οπότε αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία του στους φτωχούς και να μονάσει. Έτσι, περίπου το 475, έχτισε τη Μονή της Παναγίας σε ένα κοίλωμα-σπηλιά του βράχου της Αναλήψεως, λίγα χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Νικόπολης. Εκεί έμεινε μαζί με δέκα άλλους μοναχούς, μέχρι το 481, όταν σε ηλικία 28 ετών χειροτονήθηκε Επίσκοπος Κολωνίας.
Με το πέρασμα των αιώνων η Μονή ερημώθηκε και απέμειναν μόνο ερείπια. Έπρεπε να περάσουν 13 αιώνες για να εμφανιστεί άξιος διάδοχος του Αγίου Ιωάννη του Ησυχαστή, κτήτορος της Παναγίας της Γαράσαρης.
Το 1785 λοιπόν, γεννιέται στο χωριό Χάχαβλα ο Ιωαννίκιος Θωμαϊδης, ο οποίος γύρω στο 1805-1810 εκάρη μοναχός και έβαλε σκοπό της ζωής του να ανοικοδομήσει το μοναστήρι. Τελικά το κατάφερε και περίπου μεταξύ 1812-1815 το οικοδόμημα ήταν έτοιμο και ο ίδιος έγινε Ηγούμενος της Μονής.
Το κτιριακό συγκρότημα είχε ισόγειο και τρεις ορόφους και κατασκευάστηκε από πελεκητή πέτρα των λατομείων της Κόρατζας (βόρεια της Νικόπολης).
Στο ισόγειο ήταν οι αποθηκευτικοί χώροι και μια κρύπτη. Στην άκρη, αριστερά της εισόδου, υπήρχε ένα υπόστεγο με τις επτά καμπάνες του μοναστηριού και λαξευτές δεξαμενές για τη συλλογή του βρόχινου νερού.
Στον πρώτο όροφο ήταν το γραφείο του Ηγουμένου, ξενώνας για τους επίσημους, δωμάτια για τους προσκυνητές, η τραπεζαρία και το μαγειρείο.
Στο δεύτερο όροφο ήταν τα κελιά των μοναχών και το Ηγουμενείο.
Στον τρίτο όροφο ήταν ο ναός της Μονής, με τρούλο που έφτανε μέχρι την οροφή της σπηλιάς. Μπροστά υπήρχε μεγάλος εξώστης με κάγκελα και πίσω ήταν τα αγιάσματα και το εκκλησάκι της Αγίας Άννας.
Η ανάβαση προς το μοναστήρι ξεκινούσε από τη βάση του βράχου της Αναλήψεως (που έχει 800 μέτρα ύψος) με ένα ελικοειδές μονοπάτι. Στη δεύτερη στροφή του μονοπατιού υπήρχε ένα διώροφο χάνι με στάβλο και αχυρώνα για τα ζώα. Στην τρίτη στροφή βρισκόταν το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας και αμέσως μετά, μέσω κοπιαστικής ανηφόρας, έφτανες στα προπύλαια της Μονής. Για να φτάσεις πλέον στο ναό, έπρεπε να ανεβείς εξήντα σκαλοπάτια.
Με την πάροδο των χρόνων η φήμη της Μονής εξαπλώθηκε σε όλο τον Πόντο και κάθε δεκαπενταύγουστο έφταναν χιλιάδες προσκυνητών για τη χάρη της. Η προσέλευση και το πανηγύρι άρχιζαν δύο τρεις ημέρες πριν το δεκαπενταύγουστο και κρατούσαν μέχρι τα εννιάμερα της Παναγίας. Βέβαια προσκυνητές έρχονταν καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, αφού πίστευαν ότι η Παναγία της Γαράσαρης θεράπευε διάφορες αρρώστιες.
Στα πρώτα χρόνια η Μονή δεν είχε κτηματική περιουσία, μέχρι που οι κάτοικοι του Καγιά-τιπι (λογικά μετά από προτροπή του Ηγουμένου Ιωαννίκιου) δώρισαν πέντε χιλιάδες στρέμματα γης στο μοναστήρι, με την προϋπόθεση ότι θα τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι και θα πληρώνουν ενοίκιο γι’ αυτή τη χρήση.
Η περιουσία της Μονής μεγάλωσε τα επόμενα χρόνια, μετά από το εξής περιστατικό. Ο Ηγούμενος Ιωαννίκιος είχε πνευματικά χαρίσματα, ήταν και ρωμαλέος και με όλη τη δραστηριότητά του απολάμβανε σεβασμού από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους, οι οποίοι μάλιστα του είχαν δώσει το παρωνύμιο Κιοσέ Καραπάς.
Ο Ιωαννίκος λοιπόν είχε στενή σχέση με τον Τούρκο τσιφλικά του Αγουτμούς, Πεκτές-μπεη. Όταν το 1814 βρέθηκαν και οι δύο στην Κωνσταντινούπολη, ο Πεκτές-μπέης χτύπησε την έγκυο γυναίκα άλλου Τούρκου αξιωματούχου, με αποτέλεσμα αυτή να αποβάλλει και να πεθάνει. Ο Σουλτάνος Χαμήτ διέταξε να συλληφθεί ο ένοχος και να εκτελεστεί.
Ξέροντας ο Πεκτές-μπέης ότι ο Ιωαννίκιος βρισκόταν στο Πατριαρχείο, ζήτησε τη βοήθειά του και ο Ηγούμενος παρακάλεσε τον Πατριάρχη Ιωακείμ να μεσολαβήσει στο Χαμήτ. Ο Πατριάρχης επισκέφθηκε το Σουλτάνο και κατάφερε να τον πείσει να δώσει χάρη στον Πεκτές-μπεη.
Έτσι ο Τούρκος τσιφλικάς γλίτωσε και για να ευχαριστήσει τον Ιωαννίκιο, δώρισε στο μοναστήρι τα τσιφλίκια του στο Τσιβή-τουτμάζ και στο Ελεκτζή-τουζιού. Μ’ αυτό τον τρόπο τα κτήματα της Μονής αυξήθηκαν στα δέκα χιλιάδες στρέμματα και έφταναν μέχρι τον ποταμό Λύκο.
Από την εκμετάλλευση και την ενοικίαση των κτημάτων, το μοναστήρι είχε έσοδα που χρησιμοποιούσε για τη λειτουργία του και τη φιλοξενία των προσκυνητών.
Στις 25 Ιουνίου 1924 οι μοναχοί έφυγαν μαζί με τους άλλους κατοίκους της Νικόπολης, παίρνοντας μαζί τους τα ιερά κειμήλια της Μονής. Μέρος αυτών των κειμηλίων κατέληξαν στον ιερό ναό Κορυφών Καβάλας και τα περισσότερα στην εκκλησία της Παναγούδας, στη συνοικία της Αγίας Παρασκευής στην Καβάλα.
Οι ντόπιοι μουσουλμάνοι, πιστεύοντας ότι υπάρχουν κρυμμένοι θησαυροί, κατέσκαψαν και σχεδόν κατέστρεψαν ολοκληρωτικά το μοναστήρι. Σήμερα η πρόσοψη της Μονής στέκεται μπροστά μας στο ύψωμα της Αναλήψεως, τραυματισμένη και αφημένη στην τύχη της, να ατενίζει την κοιλάδα μέχρι το Σούσεχρη, αδιάψευστος μάρτυρας αιώνων ένδοξης ιστορίας των χριστιανών κατοίκων της Νικοπόλεως.
ΣΗΜ: Ο Ηγούμενος Ιωαννίκιος Θωμαϊδης που, μετά από 13 αιώνες από την ίδρυσή της, “ανέστησε” την Παναγία της Γαράσαρης και την ανέδειξε σε παμποντιακό προσκύνημα, ήταν από το χωριό Χάχαβλα.
Η Παναγία Θεοσκέπαστος στην Τραπεζούντα
Ο λαξευτός ναός της Παναγίας Θεοσκεπάστου, ένα καθίδρυμα που συνδέθηκε στενά με την οικογένεια του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού (1349-1390), φέρει έντονη τη σφραγίδα της ταφικής λειτουργίας του, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση άλλων σημαντικών εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της Τραπεζούντας.
Ο ναός ανήκει σε ένα ευρύτερο μοναστηριακό συγκρότημα, που εντοπίζεται στις πλαγιές του όρους Μίνθριον, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο λιμάνι και στην ακρόπολη της Τραπεζούντας. Ο τειχισμένος χώρος, εκτός από την κεντρική σπηλαιώδη εκκλησία, περιλαμβάνει κελιά και μικρότερους ναούς και στεγάζει χώρους ταφής.
Ο ρόλος της οικογένειας των Μεγάλων Κομνηνών και η σχέση της με το μνημείο είχε αποτυπωθεί και σε κτητορική παράσταση σε τοίχο του ναού που απεικόνιζε τον Αλέξιο Γ΄ Μεγάλο Κομνηνό, τη σύζυγό του Θεοδώρα και τη μητέρα του Ειρήνη.
Η τελευταία, μάλιστα, παριστανόταν ως η κύρια χορηγός, καθώς κρατούσε ομοίωμα του ναού, στοιχείο που συγκαταλέγεται ανάμεσα στα συνήθη εικονογραφικά χαρακτηριστικά των βυζαντινών κτητορικών απεικονίσεων.
Ο πιο ενδιαφέρων από τους τάφους είναι σίγουρα του δεσπότη Ανδρονίκου, νόθου γιου του Αλεξίου Γ΄ Μεγάλου Κομνηνού, όχι λόγω της διαμόρφωσής του αλλά λόγω των συνθηκών θανάτου του. Όπως μας πληροφορούν πηγές της εποχής, ο Ανδρόνικος σκοτώθηκε πολύ νέος πέφτοντας από ένα παράθυρο του παλατιού στην Τραπεζούντα και ενταφιάστηκε στο νάρθηκα της Μονής Θεοσκεπάστου. Το γεγονός αυτό, καθώς και το νεαρό της ηλικίας του νεκρού, μνημονεύεται στην επιτύμβια επιγραφή της Θεοσκεπάστου:
“Αλλά τι πεπόνθαμεν δεινόν εντεύθεν;/ Των ανακτόρων κατακρημνισκόμενος/ εκθνήσκει, βαβαί, ο ταλαίπωρος δεσπότης/ […] / τον εικοστόν δεύτερον ανύων χρόνον”. Στην επιγραφή άλλωστε εξιδανικεύονται ο χαρακτήρας και η προσωπικότητα του αδικοχαμένου νέου και τονίζεται η βασιλική καταγωγή του, ίσως σε μια προσπάθεια ένταξής του στην αυτοκρατορική δυναστεία: “Είπατε τόνδε τον σθεναρόν γεννάδαν/ ήρωα […]/ εκ βασιλικής οσφύος κατηγμένον/ Ούτος του κλεινού ην υιός Αλεξίου/ αυτοκράτορος φίλιος και χαρίεις/ παρ’ ου κυδρούται βαθμώ τω του δεσπότου/ […]/ ο Κομνηνανθής Ανδρόνικος ο μέγας”.
Όλη αυτή η προσπάθεια θα μπορούσε να οφείλεται σε προσωπική πρωτοβουλία και δραστηριοποίηση του αυτοκράτορα, προκειμένου να εξασφαλίσει την υστεροφημία του αγαπημένου, όπως φαίνεται, γιου του. Στη μονή εξάλλου βρίσκονται και οι τάφοι των δύο νόμιμων παιδιών του Αλεξίου Γ΄, του Μανουήλ Γ΄ και του Αλεξίου Δ΄ Μεγάλου Κομνηνού, δε διαθέτουμε όμως στοιχεία για τις σχετικές ταφικές επιγραφές.
Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω -προσωπογραφίες, συνοδευτικές επιγραφές ταύτισης των μορφών, επιτύμβια επιγραφή- αποτελούν υλικό οριστικά χαμένο για τη σύγχρονη έρευνα. Το 1843, στο πλαίσιο μιας ανακαίνισης του μνημείου, έγιναν εκτεταμένες επεμβάσεις: το έμμετρο ταφικό επίγραμμα του Ανδρονίκου αντικαταστάθηκε από ένα λογιότερο και ξαναζωγραφίστηκαν οι μορφές των κτητόρων, μεταξύ των οποίων “εμφανίστηκε” και ο Ανδρόνικος, ενώ αντίθετα “εξαφανίστηκε” η Ειρήνη. Έτσι, η περιγραφή της πρώτης φάσης του μνημείου στηρίζεται σε μαρτυρίες -φωτογραφίες, σχέδια, αποτυπώσεις- μελετητών-περιηγητών του 19ου αιώνα.
Σε αυτή την αρχική φάση, που σύμφωνα με τα συνδεόμενα πρόσωπα χρονολογείται στο β΄ μισό του 14ου αιώνα, ανήκουν και οι τοιχογραφίες του ναού. Οι μελετητές τους, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, σημειώνουν την αυστηρότητα των μορφών και την απλοποιημένη απόδοση των αρχιτεκτονημάτων. Η κατάσταση των τοιχογραφιών σήμερα δεν επιτρέπει την εξέταση του εικαστικού αυτού συνόλου.
Παναγία Κρεμαστή
Το μοναστήρι της Παναγίας Κρεμαστής, του οποίου το όνομα ο Σύλλογος Ποντίων Ευόσμου έχει την τιμή να φέρει, άνηκε ως απόλυτη ιδιοκτησία στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα, αρχικά ως σκήτη, έπειτα ως μετόχι και από το 1760 περίπου ως γυναικεία μονή.
Βρισκόταν στην περιοχή της Ματσούκας, πολύ κοντά στο χωριό Θέρσα, και πανηγύριζε στις 8 Σεπτεμβρίου, ημέρα γενεθλίων της υπεραγίας Θεοτόκου. Η μονή της Θεοτόκου Κρεμαστής όφειλε το όνομά της στον ύψους 150 μέτρων απόκρημνο βράχο, από το κρηπίδωμα του οποίου επικρεμόταν πάνω από τον Πρύτανη ποταμό.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η μονή ονομάσθηκε έτσι, διότι από το βράχο της απαγχονίσθηκαν, κρεμάστηκαν χιλιάδες χριστιανών της περιοχής, θύματα των διωγμών των αιμοσταγών τοπικών αγάδων του οίκου των Εγιπιδών.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παροθσιάζει η περιγραφή της μονής απο τον ιστορικό και ηγούμενο της Μονής Βαζελώνα, Κ. Πανάρετο Τοπαλίδη, κατα το έτος 1909. Γενικότερα, μέσα απο τις πηγές, την ελληνική και ξένη βιβλιογραφία αντλούμε πληροφορίες για το ιστορικό της μονής, τα στάδια οικοδόμησης της, το ρόλο της ηγουμένης αλλά και των ηγουμένων της Μονής Βαζελώνα.
Πληροφορούμαστε ακόμη τη διεκδίκηση της γυναικείας μονής από την ανωτέρω εξαρχική μονή και τη βραχύδια μητρόπολη Ροδοπόλεως και την τελική επιδίκαση της στη Μονή Βαζελώνα το έτος 1866.
Επίσης, μοναδικές για τη σπανιότητά τους φωτογραφίες και σχεδιαγράμματα αλλά και σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση που παρουσίαζε η γυναικεία μονή το έτος 1970, οφείλουμε στο βρετανό καθηγητή βυζαντινών σπουδών A. Bryer και τους συνεργάτες του.
Η γεμάτη ασκητισμό, θεοσέβεια και θυσίες ιστορία του μοναστηριού καθώς και η αξία λόγου εθνική και θρησκευτική προσφορά του τερματίστηκαν αιφνίδια και άδοξα το έτος 1916. Το γυναικείο μαναστήρι της Κρεμαστής λεηλατήθηκε από συμμορίες Τούρκων ατάκτων (τσετών) που, δρώντας ανεξέλεγκτα υπό τις διαταγές του Εγίπ Ζαδέ Απτή Αγά, λυμαίνονταν την ευρύτερη περιοχή της Ματσούκας.
Το μοναστήρι ερειπωμένο πλέον και ξεχασμένο στην ορεινή Ματσούκα “ζει” εδώ και 20 χρόνια τώρα μέσα από την ονομασία του Συλλόγου Ποντίων Ευόσμου, και πολύ περισσότερο σήμερα που ο Σύλλογος προσπαθεί να φωτίσει μέσα από την έρευνα των πηγών την άγνωστη στους περισσότερους ιστορία του μοναστηριού.
Η παναγία Κρεμαστή μοιάζει να περιμένει υπομονετικά, μέσα από τη μελέτη της ιστορίας της, την ανιστόρηση της στον ελλαδικό χώρο, τη στιγμή της δικαίωσης της, της αναγνώρισης της ανεκτίμητης προσφοράς της στους Έλληνες του Πόντου.
Ιερά Μονή Παναγίας Σουμελά
Τόπος ιερός, τόπος μαγευτικός, τόπος μυστηρίου, Ελληνισμού και ορθοδοξίας, τόπος πόνου και μαρτυρίου και αυτόπτης μάρτυρας της μεγάλης ποντιακής γενοκτονίας.
Τόπος προαιώνιου προσκυνήματος. Ακόμα και σήμερα χιλιάδες επισκέπτες, (σύμφωνα με τα στοιχεία του τουρκικού υπουργείου Τουρισμού,η Παναγία Σουμελά, η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης και οι λαξευτές εκκλησίες της Καππαδοκίας είναι τα πρώτα σε αριθμό επισκεπτών τουριστικά μέρη τηςΤουρκίας) έρχονται να δούνε το θαυμαστό αυτό μνημείο. Χιλιάδες προσκυνητές, κυρίως Έλληνες, αλλά και Τούρκοι, έρχονται να προσκυνήσουν.
Γυναίκες με την κλασική ισλαμική μαντίλα ανεβαίνουν υπομονετικά τα σκαλοπάτια που οδηγούν στο μοναστήρι και με ευλάβεια προσκυνούν τη Μεριέμ Αννά, την Παναγία Σουμελά. Ελληνόφωνοι πόντιοι της Τουρκίας ακόμα και σήμερα τραγουδάνε την Παναγία Σουμελά, άλλο ένα στοιχείο της για πολλούς μπερδεμένης ταυτότητάς τους, ένα κολοσσιαίο πρόβλημα για όλη την σημερινή Τουρκία.
Η Μονή της Παναγίας Γουμερά
Η παλιά ιστορική Μονή της Παναγίας Γουμερά από τις χαμένες πατρίδες και συγκεκριμένα από την κοιλάδα της Τσίτης, της επαρχίας Χαλδίας της Άρδας από την Αργυρούπολη του Πόντου αναβιώνει σήμερα στη Μακρυνίτσα Σερρών.
Η Ιερά μονή της Παναγίας Γουμερά δεν είχε βέβαια την φήμη και την αίγλη των ιστορικών μονών της Τραπεζούντας (Παναγία Σουμελά, Άγιος Γεώργιος ο Περιστερεώτας και Άγιος Ιωάννης ο Βαζελώνας) υπήρξε όμως σπουδαίο κέντρο πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα η βιβλιοθήκη της διέθετε πολλά χειρόγραφα αρχαίων συγγραφέων και πατέρων της Εκκλησίας (Αριστοτέλης, Ιωάννης Χρυσόστομος).
Οι εικόνες της ήταν σπάνιας αξίας ζωγραφισμένες στην Βλαχία. Μέχρι το 1914 λειτουργούσε οικοτροφείο με δημοτικό, γυμνάσιο και λύκειο. Είναι η χρονιά της καταστροφής. Όλη η περιουσία δημεύεται από τους Τούρκους που μπαίνουν στον Ά παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Γερμανών.
Η Παναγία Χρυσοκέφαλος
Η “Μεγάλη Εκκλησία” της Τραπεζούντας και ίσως ο σημαντικότερος ναός της αυτοκρατορίας, η Παναγία Χρυσοκέφαλος, εντοπίζεται στη μέση πόλη, στο κέντρο ενός ευρύτερου κτηριακού συγκροτήματος.
Η παράδοση αποδίδει την επωνυμία “Χρυσοκέφαλος” είτε στη χάλκινη κάλυψη των πλακών του τρούλου του ναού, που από μακριά φάνταζε χρυσός, είτε στην ύπαρξη σε αυτόν εικόνας της Θεοτόκου με ανάλογη χρυσή επένδυση. Επειδή όμως ο ναός αναφέρεται στις πηγές με την επωνυμία “Χρυσοκέφαλος” ήδη από τον 11ο αιώνα, ενώ ο τρούλος χρονολογείται στο 12ο ή ακόμα και στο 14ο αιώνα, η εκδοχή που αναφέρεται στην εικόνα πρέπει να θεωρηθεί πιο πιθανή.
Πρόκειται για μια εικόνα της Παναγίας Βρεφοκρατούσας που υπήρχε στο ναό προσαρτημένη ίσως σε έναν πεσσό. Γνωρίζουμε από φιλολογική πηγή του 14ου αιώνα ότι, μετά την επιτυχημένη αντιμετώπιση της τουρκικής επίθεσης στην πόλη το 1223, η εικόνα κοσμήθηκε από τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Α΄ Γίδωνα με “λίθους τιμίους και μαργάρους λαμπρούς”, “θέλων απονείμαι τη Θεοτόκω […] τα εικότα”.
Ο ίδιος αυτοκράτορας δώρισε στο ναό και ένα πολυτελώς διακοσμημένο ευαγγέλιο. Μαρτυρείται μάλιστα ότι ο Ανδρόνικος είχε περάσει στη Χρυσοκέφαλο την αγωνιώδη νύχτα πριν από τη θετική έκβαση του αγώνα. Οι πηγές της εποχής με γλαφυρότητα περιγράφουν την κρισιμότητα της κατάστασης και την επίκληση της θεϊκής βοήθειας από τον αυτοκράτορα: “τον περικαλλή και θείον νεών της πανυμνήτου κόρης κατελάμβανε, παννυχίους ύμνους και αιτήσεις συν ολοφυρμοίς δακρύων αναπέμπων Θεώ και τη Θεομήτορι”.
Είναι κρίμα που σήμερα δεν έχει διασωθεί η εντυπωσιακή, όπως φαίνεται, εσωτερική διακόσμηση αυτού του εξαιρετικά σημαντικού ναού.